-
1 τερμα
- ατος τό2) отметка, знак Hom.3) исход, результатτ. δ΄ ἀμηχανῶ Aesch. — недоумеваю, каков будет исход
4) конец, край, предел(τὰ τέρματα τῆς Εὐρώπης Her.)
τ. θανάτου Eur. — смертный конец;τ. τοῦ βίου Soph. — жизненный предел, кончина;γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν Eur. — в самой глубокой старости;τέρματα ὥρας Arph. — конец юности5) высшая степень, верхτ. ὑγιείας Aesch. — цветущее здоровье
6) осуществление, исполнениеτ. τῆς σωτηρίας Soph. — оказание помощи;
ἀγχόνης τέρματα Aesch. — повешение7) верховенство, высшая власть(ἁπάντων τ. ἔχειν Aesch.)
8) награда, приз(τ. ἀέθλων Pind.)
См. также в других словарях:
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek